Βολς

Βολς
(Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε (Wolfgang Schulze). Σπούδασε στο Μπαουχάους με τον Μις Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι-Νάγκι. Το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το 1940 ασχολήθηκε με τη φωτογραφία. Άρχισε να σχεδιάζει στα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν βρισκόταν έγκλειστοςσε ένα στρατόπεδο στη Γαλλία. Το 1942 κατέφυγε στη μη κατεχόμενη Γαλλία (Κασί και Ντιελφίτ) και από το 1945 άρχισε να εκθέτει την εργασία του, σπάνια όμως, επειδή τη θεωρούσε πολύ ερμητική. Ο Β. είναι ένας από τους πρωτοπόρους της άμορφης τέχνης. Με τα αρχέτυπα, βιομορφικά, κονδυλώδη σχήματά του, όμοια συχνά με κομμάτια ύλης απλωμένα στο κενό, κατασκευασμένα με ένα πολύπλοκο σύστημα λεπτότατων γραμμών και με απαλούς χρωματικούς τόνους, προσπαθούσε να εκφράσει το άγχος της μοναχικής του ύπαρξης. Εκτός από τη συγγένειά του με τον υπερρεαλισμό του Μιρό, του Αρπ και του Ερνστ, διακρίνεται στον Β. και κάποια επαφή με τον Κλέε, με τον οποίο είχαν κοινό και το πάθος για το βιολί. Το έργο του φανερώνει τη χαρακτηριστική φύση ενός σύγχρονου οραματιστή, απομονωμένου τόσο από την κοινωνία, ώστε να θεωρεί προνομιακή κατάσταση την προσφυγή στην ονειροπόληση –στοιχείο που μαζί με τη φωτογραφική πείρα του τον πλησιάζει στον Κουμπίν– και να επικαλείται, σε ορισμένους στίχους του, μία Γη χωρίς ανθρώπους, με μόνους κατοίκους «καμιά καμηλοπάρδαλη, καμιά σαύρα και μικρές ψείρες στους θάμνους και χωρίς καθόλου την ανάγκη της σκέψης». Θεωρούσε ότι ήταν σύμφωνα με τον ψυχικό του κόσμο τα κείμενα του Λάο Τσε και του Κομφούκιου, και εικονογράφησε έργα του Κάφκα, του Ντε Σολιέ, του Πολάν, του Αρτό, του Σαρτρ και άλλων ιστορικών προσώπων. Ο «ανεμόμυλος», έργο του Βολς, πρωτοπόρου της άμορφης ζωγραφικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Στάελ, Νικολά — (Nicolas de Stael, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1913 – Αντίμπ, Γαλλία 1955). Ρώσος ζωγράφος. Ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Ανήκε σε εύπορη οικογένεια και τελείωσε κλασικές σπουδές στις Βρυξέλλες, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”